αδάμαντας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αδάμαντας < αρχαία ελληνική ἀδάμας, από την αιτιατική τὸν ἀδάμαντα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈða.man.das/
Ουσιαστικό επεξεργασία
αδάμαντας αρσενικό
- (λόγιο) άλλη μορφή του διαμάντι
Άλλες μορφές επεξεργασία
- αδάμας (λόγιο)
Συγγενικά επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
- αδαμαντόδετος
- αδαμαντοκόλλητος
- αδαμαντοκόσμητος
- αδαμαντοποίκιλτος
- αδαμαντοπωλείο
- αδαμαντοπώλης
- αδαμαντόστικτος
- αδαμαντοστόλιστος
- αδαμαντουργία
- αδαμαντουργός
- αδαμαντωρυχείο
- αδαμαντωρύχος
- ψευδαδάμαντας
Μεταφράσεις επεξεργασία
αδάμαντας
|