Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγωνιώδης η αγωνιώδης το αγωνιώδες
      γενική του αγωνιώδους της αγωνιώδους του αγωνιώδους
    αιτιατική τον αγωνιώδη την αγωνιώδη το αγωνιώδες
     κλητική αγωνιώδη(ς) αγωνιώδης αγωνιώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγωνιώδεις οι αγωνιώδεις τα αγωνιώδη
      γενική των αγωνιωδών των αγωνιωδών των αγωνιωδών
    αιτιατική τους αγωνιώδεις τις αγωνιώδεις τα αγωνιώδη
     κλητική αγωνιώδεις αγωνιώδεις αγωνιώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγωνιώδης < αγωνία + -ώδης (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική anxieux)

  Επίθετο επεξεργασία

αγωνιώδης

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία