Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

αγωγών αρσενικό

  1. γενική πληθυντικού του αγωγός

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

αγωγών θηλυκό

  1. γενική πληθυντικού του αγωγή