Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγωγιάτισσα οι αγωγιάτισσες
      γενική της αγωγιάτισσας των αγωγιατισσών
    αιτιατική την αγωγιάτισσα τις αγωγιάτισσες
     κλητική αγωγιάτισσα αγωγιάτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγωγιάτισσα < αγωγιάτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγωγιάτισσα θηλυκό

  1. η γυναίκα του αγωγιάτη
  2. (επάγγελμα, νομικός όρος): αυτή που μεταφέρει ανθρώπους ή φορτία σε υποζύγιό της έναντι κομίστρου

  Μεταφράσεις επεξεργασία