αγωγιάτισσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αγωγιάτισσα θηλυκό
- η γυναίκα του αγωγιάτη
- (επάγγελμα, νομικός όρος): αυτή που μεταφέρει ανθρώπους ή φορτία σε υποζύγιό της έναντι κομίστρου
Μεταφράσεις επεξεργασία
αγωγιάτισσα
|