Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγριόγατα οι αγριόγατες
      γενική της αγριόγατας
    αιτιατική την αγριόγατα τις αγριόγατες
     κλητική αγριόγατα αγριόγατες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
σκίτσο αγριόγατας

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγριόγατα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγριόκατα < ελληνιστική κοινή ἀγριοκάττα.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε αγριό- + γάτα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγριόγατα θηλυκό και αγριόγατος (αρσενικό)

  1. (θηλαστικό ζώο) άγριο αιλουροειδές
  2. (μεταφορικά) άτομο με επιθετική ή αντικοινωνική συμπεριφορά

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία