Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγριοφωνάρα οι αγριοφωνάρες
      γενική της αγριοφωνάρας
    αιτιατική την αγριοφωνάρα τις αγριοφωνάρες
     κλητική αγριοφωνάρα αγριοφωνάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγριοφωνάρα < αγριο- + φωνάρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγριοφωνάρα θηλυκό

  1. άγρια δυνατή φωνή, συνήθως κάποιου που είναι πολύ θυμωμένος και επιπλήττει κάποιους άλλους
  2. ηχηρή ενοχλητική φάλτσα φωνή συνήθως αντιπαθητικού ατόμου
Αν η αγριοφωνάρα σου δεν πάψει πάραυτα, θα σε ταΐσω σιγή με τον τρόπο που ξέρω!

  Μεταφράσεις επεξεργασία