Δείτε επίσης: Αγριοσυκιά

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγριοσυκιά οι αγριοσυκιές
      γενική της αγριοσυκιάς των αγριοσυκιών
    αιτιατική την αγριοσυκιά τις αγριοσυκιές
     κλητική αγριοσυκιά αγριοσυκιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγριοσυκιά < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀγριοσυκῆ + -ιά < ἄγριος + συκῆ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ɣɾi.o.siˈca/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Α‐γριο‐συ‐κιά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγριοσυκιά θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία