Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγοροκόριτσο < αγόρι + κορίτσι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγοροκόριτσο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία