Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγοραπωλησία οι αγοραπωλησίες
      γενική της αγοραπωλησίας των αγοραπωλησιών
    αιτιατική την αγοραπωλησία τις αγοραπωλησίες
     κλητική αγοραπωλησία αγοραπωλησίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγοραπωλησία < αγορά + πώλησ(η) + -ία, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική achat et vente[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ɣo.ɾa.po.liˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γο‐ρα‐πω‐λη‐σί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγοραπωλησία θηλυκό

  • η πράξη της πώλησης ενός αντικειμένου από κάποιον και της αγοράς του από κάποιον άλλον

Άλλες γραφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία