Δείτε επίσης: ἀγνώμων

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγνώμων
αγνώμονας
η αγνώμων το αγνώμον
      γενική του αγνώμονος
αγνώμονα
της αγνώμονος του αγνώμονος
    αιτιατική τον αγνώμονα την αγνώμονα το αγνώμον
     κλητική αγνώμων
αγνώμονα
αγνώμων αγνώμον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγνώμονες οι αγνώμονες τα αγνώμονα
      γενική των αγνωμόνων των αγνωμόνων των αγνωμόνων
    αιτιατική τους αγνώμονες τις αγνώμονες τα αγνώμονα
     κλητική αγνώμονες αγνώμονες αγνώμονα
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «μετριόφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγνώμων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγνώμων (χωρίς σωστή κρίση, σκληρόκαρδος) - η σημασία «χωρίς ευγνωμοσύνη», κατά το αντίθετο ευγνώμων, και σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική ingrat[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈɣno.mon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γνώ‐μων

  Επίθετο επεξεργασία

αγνώμων, αγνώμων, αγνώμον

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία