Δείτε επίσης: ἀγδίκιωτος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγδίκιωτος η αγδίκιωτη το αγδίκιωτο
      γενική του αγδίκιωτου της αγδίκιωτης του αγδίκιωτου
    αιτιατική τον αγδίκιωτο την αγδίκιωτη το αγδίκιωτο
     κλητική αγδίκιωτε αγδίκιωτη αγδίκιωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγδίκιωτοι οι αγδίκιωτες τα αγδίκιωτα
      γενική των αγδίκιωτων των αγδίκιωτων των αγδίκιωτων
    αιτιατική τους αγδίκιωτους τις αγδίκιωτες τα αγδίκιωτα
     κλητική αγδίκιωτοι αγδίκιωτες αγδίκιωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία el επεξεργασία

αγδίκιωτος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγδίκιωτος. Δείτε και τη μεσαιωνική λέξη ἀγδίκητος.

  Επίθετο επεξεργασία

αγδίκιωτος

  1. (λαϊκότροπο) που πήρε εκδίκηση
  2. ατιμώρητος

  Μεταφράσεις επεξεργασία