Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αγγλισμός οι αγγλισμοί
      γενική του αγγλισμού των αγγλισμών
    αιτιατική τον αγγλισμό τους αγγλισμούς
     κλητική αγγλισμέ αγγλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγγλισμός < αγγλ- + -ισμός < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική anglicisme

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγγλισμός αρσενικό

  1. ιδιωματισμός της αγγλικής γλώσσας
  2. μίμηση της αγγλικής γλώσσας
  3. έκφραση που πλάστηκε κατ' αναλογία μιας αντιστοιχίας αγγλικής

  Μεταφράσεις επεξεργασία