Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγγλικανός η αγγλικανή το αγγλικανό
      γενική του αγγλικανού της αγγλικανής του αγγλικανού
    αιτιατική τον αγγλικανό την αγγλικανή το αγγλικανό
     κλητική αγγλικανέ αγγλικανή αγγλικανό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγγλικανοί οι αγγλικανές τα αγγλικανά
      γενική των αγγλικανών των αγγλικανών των αγγλικανών
    αιτιατική τους αγγλικανούς τις αγγλικανές τα αγγλικανά
     κλητική αγγλικανοί αγγλικανές αγγλικανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγγλικανός < (λόγιο δάνειο) αγγλική Anglican < νεολατινική Anglicanus[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aŋ.gli.kaˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγ‐γλι‐κα‐νός

  Επίθετο επεξεργασία

αγγλικανός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία