αγγελιαφόρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
αγγελιαφόρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγγελιαφόρος [1] ἀγγελια- < + -φόρος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aŋ.ɟe.li.aˈfo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐γε‐λι‐α‐φό‐ρος
Ουσιαστικό επεξεργασία
αγγελιαφόρος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) αρχική μορφή του αγγελιοφόρος
- ※ Δε γράφει τίποτε άλλο εκτός πως είσαι εμπιστευμένος μου αγγελιαφόρος και πως εσύ θα του μεταδώσεις τις θελήσεις μου και τις αποφάσεις μου. (Πηνελόπη Δέλτα, Για την πατρίδα)
Μεταφράσεις επεξεργασία
αγγελιαφόρος
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αγγελιοφόρος, αγγελιαφόρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας