Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγγειογραφία οι αγγειογραφίες
      γενική της αγγειογραφίας των αγγειογραφιών
    αιτιατική την αγγειογραφία τις αγγειογραφίες
     κλητική αγγειογραφία αγγειογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγγειογραφία < αγγείον + γράφω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγγειογραφία θηλυκό

  1. η ζωγραφική πάνω στην επιφάνεια κεραμικών αγγείων
  2. η ακτινοσκοπική απεικόνιση της κατάστασης των αγγείων του ανθρώπινου σώματος

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία