Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αγγάρεμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
αγγάρεμα
τα
αγγαρέμα
τ
α
γενική
του
αγγαρέμα
τ
ος
των
αγγαρεμά
τ
ων
αιτιατική
το
αγγάρεμα
τα
αγγαρέμα
τ
α
κλητική
αγγάρεμα
αγγαρέμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αγγάρεμα
<
αγγαρεύω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αγγάρεμα
ουδέτερο
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του
αγγαρεύω
, το να βάζεις κάποιον να κάνει μια
αγγαρεία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγγάρεμα