Δείτε επίσης: ἀγαπῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγαπώ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀγαπῶ συνηρημένου τύπου του ἀγαπάω, άγνωστης ετυμολογίας. Δείτε και αγαπάω.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ɣaˈpo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γα‐πώ

  Ρήμα επεξεργασία

αγαπώ

  • άλλη μορφή του αγαπάω
    αγαπά το καλό κρασί
    αγαπώ να κάνω περιπάτους στην ακροθαλασσιά

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία