Δείτε επίσης: ἠγαπημένος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγαπημένος η αγαπημένη το αγαπημένο
      γενική του αγαπημένου της αγαπημένης του αγαπημένου
    αιτιατική τον αγαπημένο την αγαπημένη το αγαπημένο
     κλητική αγαπημένε αγαπημένη αγαπημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγαπημένοι οι αγαπημένες τα αγαπημένα
      γενική των αγαπημένων των αγαπημένων των αγαπημένων
    αιτιατική τους αγαπημένους τις αγαπημένες τα αγαπημένα
     κλητική αγαπημένοι αγαπημένες αγαπημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγαπημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αγαπάω / αγαπώ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ɣa.piˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γα‐πη‐μέ‐νος

  Μετοχή επεξεργασία

αγαπημένος, -η, -ο

  1. που τον αγαπά ένα πρόσωπο
    έστειλε ένα γράμμα στην αγαπημένη της κόρη
  2. ο προτιμώμενος, ο εκλεκτός, ο ξεχωριστός
    το αγαπημένο μου βιβλίο
  3. το ερωτικά προτιμώμενο άτομο
    πήγε να δει τον αγαπημένο της φίλο απ' τα παλιά

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  • είμαστε αγαπημένοι: έχουμε καλές και αρμονικές σχέσεις μεταξύ μας, δεν τσακωνόμαστε

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγαπημένος αρσενικό

  • αυτός που τον αγαπάει ένα πρόσωπο ερωτικά, ο εραστής
    περίμενε με ανυπομονησία τον αγαπημένο της

  Μεταφράσεις επεξεργασία