αγαθοεργία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αγαθοεργία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγαθοεργία < → δείτε τις λέξεις ἀγαθός, ἔργον και -ία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ɣa.θo.eɾˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γα‐θο‐ερ‐γί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
αγαθοεργία θηλυκό
- ανιδιοτελής ενέργεια που ωφελεί το σύνολο
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη αγαθός