αγέρωχα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αγέρωχα < αγέρωχ(ος) + -α
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈʝe.ɾo.xa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γέ‐ρω‐χα
Επίρρημα επεξεργασία
αγέρωχα (τροπικό)
Μεταφράσεις επεξεργασία
αγέρωχα
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
αγέρωχα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αγέρωχος