Δείτε επίσης: ἀγέννητος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγέννητος η αγέννητη το αγέννητο
      γενική του αγέννητου της αγέννητης του αγέννητου
    αιτιατική τον αγέννητο την αγέννητη το αγέννητο
     κλητική αγέννητε αγέννητη αγέννητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγέννητοι οι αγέννητες τα αγέννητα
      γενική των αγέννητων των αγέννητων των αγέννητων
    αιτιατική τους αγέννητους τις αγέννητες τα αγέννητα
     κλητική αγέννητοι αγέννητες αγέννητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγέννητος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀγέννητος < ἀ- (στερητικό) + γεννητός

  Επίθετο επεξεργασία

αγέννητος, -η, -ο

  1. που δεν έχει γεννηθεί
  2. που δεν έχει αρχή, που δεν έχει δημιουργηθεί από κάτι άλλο, αυθύπαρκτος
  3. (με ενεργητική σημασία) που δεν έχει γεννήσει ακόμη
    η κατσίκα μου είναι ακόμη αγέννητη

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία