Δείτε επίσης: ἀγάπη, Αγάπη

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγάπη οι αγάπες
      γενική της αγάπης
    αιτιατική την αγάπη τις αγάπες
     κλητική αγάπη αγάπες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγάπη < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀγάπη < αρχαία ελληνική ἀγαπῶ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈɣa.pi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γά‐πη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγάπη θηλυκό

  1. συναίσθημα συμπάθειας, φιλίας ή στοργής καθώς και η έκφρασή του με λόγια ή πράξεις
    νιώθω αγάπη για κάποιον
    η συζυγική / πατρική/ μητρική/ αδελφική αγάπη
  2. ο έρωτας
    χαίρονται την αγάπη τους
     συνώνυμα: πάθος
  3. το πρόσωπο για το οποίο αισθάνεται κανείς έρωτα
    θυμάται την πρώτη του αγάπη
  4. (προσφώνηση) ως προσφώνηση οικείων προσώπων ή εραστών
    εκεί βρισκόμουν από το πρωί, αγάπη, δεν με είδες;
     συνώνυμα: αγάπη μου
  5. το έντονο ενδιαφέρον ή η συχνή ενασχόληση με κάτι
    έχει αγάπη για την εντομολογία
  6. η αφοσίωση σε ένα ιδανικό, η ολόψυχη επιθυμία για κάτι που θεωρείται αγαθό
    η αγάπη για την πατρίδα
  7. (χριστιανισμός) το φιλί μεταξύ των χριστιανών στην ακολουθία της Ανάστασης
  8. (χριστιανισμός, στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη αγάπες, κοινά δείπνα των πρώτων Χριστιανών

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία