αγάπη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αγάπη | οι | αγάπες |
γενική | της | αγάπης | — | |
αιτιατική | την | αγάπη | τις | αγάπες |
κλητική | αγάπη | αγάπες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αγάπη < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀγάπη < αρχαία ελληνική ἀγαπῶ
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈɣa.pi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γά‐πη
Ουσιαστικό επεξεργασία
αγάπη θηλυκό
- συναίσθημα συμπάθειας, φιλίας ή στοργής καθώς και η έκφρασή του με λόγια ή πράξεις
- νιώθω αγάπη για κάποιον
- η συζυγική / πατρική/ μητρική/ αδελφική αγάπη
- ο έρωτας
- το πρόσωπο για το οποίο αισθάνεται κανείς έρωτα
- θυμάται την πρώτη του αγάπη
- (προσφώνηση) ως προσφώνηση οικείων προσώπων ή εραστών
- το έντονο ενδιαφέρον ή η συχνή ενασχόληση με κάτι
- ↪ έχει αγάπη για την εντομολογία
- η αφοσίωση σε ένα ιδανικό, η ολόψυχη επιθυμία για κάτι που θεωρείται αγαθό
- ↪ η αγάπη για την πατρίδα
- (χριστιανισμός) το φιλί μεταξύ των χριστιανών στην ακολουθία της Ανάστασης
- (χριστιανισμός, στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη αγάπες, κοινά δείπνα των πρώτων Χριστιανών
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- αγαπημένος
- αγαπημός
- αγαπησιάρης
- αγαπησιάρικα
- αγαπητά
- αγαπητικός, αγαπητικιά
- αγαπητός
- αγαπίζω
- αγαπώ
- αγαπούλα
Σύνθετα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Αγάπη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
συναίσθημα ένδειξης στοργής