αγάντα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αγάντα | οι | αγάντες |
γενική | της | αγάντας | — | |
αιτιατική | την | αγάντα | τις | αγάντες |
κλητική | αγάντα | αγάντες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αγάντα < αγαντάρω < ιταλική agguantare
Ουσιαστικό επεξεργασία
αγάντα θηλυκό
- το σημείο ακινητοποίησης πλοίων στα λιμάνια, η δέστρα
- (μεταφορικά) σημεία στήριξης κοινωνικά ή επαγγελματικά
Επιφώνημα επεξεργασία
αγάντα άκλιτο
- (ναυτικός όρος): ναυτικό παράγγελμα για ακινητοποίηση ολόκληρου του σκάφους (από ρυμουλκά), ή και διακινουμένων φορτίων με ανάλογους χειρισμούς των μέσων φορτοεκφορτώσεων (γερανών), ή και με σωματική προσπάθεια για αντιστήριξη αντικειμένου
- γενικότερο επαγγελματικό εργατικό παράγγελμα κατά τις μεταφορές αντικειμένων, οικοσκευών κ.λπ.
- προτροπή για να βάλει κάποιος τα δυνατά του, να αντέξει σε κάποια κατάσταση, ή να κάνει κουράγιο.
Μεταφράσεις επεξεργασία
σημείο πρόσδεσης