αβυσσαλέος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.vi.saˈle.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βυσ‐σα‐λέ‐ος
Επίθετο επεξεργασία
αβυσσαλέος, -α, -ο
- που έχει μεγάλο βάθος, κρημνώδης, βαραθρώδης
- ↪ αβυσσαλέο χάσμα
- (μεταφορικά) υπερβολικά μεγάλος
- ↪ αβυσσαλέο μίσος
- καταχθόνιος, ανεξιχνίαστος
- ↪ είναι άνθρωποι με αβυσσαλέα αισθήματα
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αβυσσαλέος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας