αβρότητα
Τρυφερότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αβρότητα < αρχαία ελληνική ἁβρότης < ἁβρός (: λεπτός, τρυφερός)
Ουσιαστικό επεξεργασία
αβρότητα θηλυκό
- η λεπτότητα και η διακριτικότητα που συνδυάζονται με ευγένεια στη συμπεριφορά και την ομιλία
- συμπεριφέρθηκε με αβρότητα στους καλεσμένους της