Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αβούρτσιστος η αβούρτσιστη το αβούρτσιστο
      γενική του αβούρτσιστου της αβούρτσιστης του αβούρτσιστου
    αιτιατική τον αβούρτσιστο την αβούρτσιστη το αβούρτσιστο
     κλητική αβούρτσιστε αβούρτσιστη αβούρτσιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αβούρτσιστοι οι αβούρτσιστες τα αβούρτσιστα
      γενική των αβούρτσιστων των αβούρτσιστων των αβούρτσιστων
    αιτιατική τους αβούρτσιστους τις αβούρτσιστες τα αβούρτσιστα
     κλητική αβούρτσιστοι αβούρτσιστες αβούρτσιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αβούρτσιστος < α- + βούρτσισ(α) (βουρτσίζω) + -τος < μεσαιωνική ελληνική βουρτσίζω / βρουτσίζω / βυρτσίζω < βρούτσα < ιταλικά brusta < δημώδης λατινική *bruscia < πρωτογερμανική *bruskaz (χαμόκλαδα, συστάδα θάμνων) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰrews- (βλασταίνω)

  Επίθετο επεξεργασία

αβούρτσιστος, -η, -ο

  1. που δεν έχει βουρτιστεί
     αντώνυμα: βουρτσισμένος
  2. αγυάλιστος
     αντώνυμα: γυαλισμένος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία