Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αβερτοσύνη οι αβερτοσύνες
      γενική της αβερτοσύνης των (αβερτοσυνών)
    αιτιατική την αβερτοσύνη τις αβερτοσύνες
     κλητική αβερτοσύνη αβερτοσύνες
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αβερτοσύνη < αβέρτος + -οσύνη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αβερτοσύνη θηλυκό

  1. η απλοχεριά, η γενναιοδωρία
  2. η απλοχωριά, η άνεση να κινηθείς σε έναν ανοιχτό χώρο (ή χωρίς χρονικούς περιορισμούς)
    H Σύρα η Kάτω, η Eρμούπολις, ήταν πιο ωραία από την Aπάνω διότι είχε πιο αβέρτα, πιο αβερτοσύνη (από τη βιογραφία του Μάρκου Βαμβακάρη)

  Μεταφράσεις επεξεργασία