αβερτοσύνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αβερτοσύνη < αβέρτος + -οσύνη
Ουσιαστικό επεξεργασία
αβερτοσύνη θηλυκό
- η απλοχεριά, η γενναιοδωρία
- η απλοχωριά, η άνεση να κινηθείς σε έναν ανοιχτό χώρο (ή χωρίς χρονικούς περιορισμούς)
- H Σύρα η Kάτω, η Eρμούπολις, ήταν πιο ωραία από την Aπάνω διότι είχε πιο αβέρτα, πιο αβερτοσύνη (από τη βιογραφία του Μάρκου Βαμβακάρη)