αβδέλλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αβδέλλα | οι | αβδέλλες |
γενική | της | αβδέλλας | των | αβδελλών |
αιτιατική | την | αβδέλλα | τις | αβδέλλες |
κλητική | αβδέλλα | αβδέλλες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αβδέλλα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀβδέλλα < α- από τη συμπροφορά με αόριστο άρθρο (μια βδέλλα /miavðεla/) και ανασυλλαβισμό /mia avðεla/[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /avˈðε.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αβ‐δέλ‐λα
- ομόηχο: Αβδέλλα (τοπωνύμιο)
- παρώνυμα: Αβδελά, Αβδελλά (γυν. επώνυμα)
Ουσιαστικό επεξεργασία
αβδέλλα θηλυκό
- (λαϊκότροπο) βδέλλα
- ασθένεια που προσέβαλε πρόβατα και άλλα ζώα, κατά την οποία παράσιτο που είχε σχήμα φύλλου πρίνου, προκαλούσε σοβαρά προβλήματα στους πνεύμονες -κατά μία εκδοχή συνώνυμο της κλαπάτσας
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αβδέλλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας