αβασταγό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αβασταγό | τα | αβασταγά |
γενική | του | αβασταγού | των | αβασταγών |
αιτιατική | το | αβασταγό | τα | αβασταγά |
κλητική | αβασταγό | αβασταγά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αβασταγό ουδέτερο
- το υποζύγιο
- το ζώο που το φορτώνουν για μεταφορά
Μεταφράσεις επεξεργασία
αβασταγό
|