αβαντζάρω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αβαντζάρω < Κατά τον Γεωργακά[1] (άμεσο δάνειο) ιταλική avanzare (προφορά /a.vanˈt͡sa.re/) ή αβαντσάρω με τροπή [nt͡s] > [nd͡z]
- Δείτε και τη μεσαιωνική ελληνική ἀβαντζάρω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.vanˈd͡za.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βαν‐τζά‐ρω
Ρήμα επεξεργασία
αβαντζάρω, αόρ.: αβαντζάρισα (χωρίς παθητική φωνή)
- (λαϊκότροπο)
- προκαταβάλλω
- ↪ του αβαντζάρισα τρείς χιλιάδες
- προσφέρω περισσότερα, πλειοδοτώ
- ↪ ο ιχθυέμπορος αβαντζάρισε όλα τα ψάρια δύο χιλιάδες ευρώ
- επαυξάνω
- ↪ από τον άλλο μήνα μάλλον θα μάς αβαντζάρουν τους μισθούς
- προοδεύω
- ↪ ο μικρός αβαντζάρει συνέχεια
- προωθώ (ένα προϊόν, μια άποψη, ένα πρόσωπο)
- (για αγαθά) πλεονάζω
- σου αβαντζάρει λίγο λάδι να μού δώσεις;
- προκαταβάλλω
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αβαντζάρω
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αβαντζάρω - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας