αβανταδόρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αβανταδόρος αρσενικό
- αυτός που βοηθάει, κυρίως σε ανέντιμες δουλειές
- άτομο που υποδύεται τον πελάτη ή τον παίκτη, συνήθως επιδεικτικά, με σκοπό να προσελκύσει άλλους πελάτες ή παίκτες.
- οι παπατζήδες έχουν πάντοτε κάποιον αβανταδόρο
- αυτός που δήθεν αγοράζει από μικροπωλητή, για να προσελκύσει πελάτες· κράχτης.
- (προφορικό) τρακαδόρος
Μεταφράσεις επεξεργασία
αβανταδόρος
|