Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αβανταδόρος οι αβανταδόροι
      γενική του αβανταδόρου των αβανταδόρων
    αιτιατική τον αβανταδόρο τους αβανταδόρους
     κλητική αβανταδόρε αβανταδόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αβανταδόρος < αβάντα +-αδόρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αβανταδόρος αρσενικό

  1. άτομο που υποδύεται τον πελάτη ή τον παίκτη, συνήθως επιδεικτικά, με σκοπό να προσελκύσει άλλους πελάτες ή παίκτες.
    οι παπατζήδες έχουν πάντοτε κάποιον αβανταδόρο
  2. αυτός που δήθεν αγοράζει από μικροπωλητή, για να προσελκύσει πελάτες· κράχτης.
  3. (προφορικό) τρακαδόρος

  Μεταφράσεις επεξεργασία