αβανγκαρντιστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αβανγκαρντιστής < αβανγκαρντισμός + -ιστής
Ουσιαστικό επεξεργασία
αβανγκαρντιστής αρσενικό, θηλυκό αβανγκαρντίστρια
- (πολιτική): ο οπαδός του αβανγκαρτισμού ως κίνημα αμφισβήτησης παγιωμένων αρχών - ιδεών
- αντισυστημικός
Μεταφράσεις επεξεργασία
αβανγκαρντιστής
|