Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αβαθής η αβαθής το αβαθές
      γενική του αβαθούς* της αβαθούς του αβαθούς
    αιτιατική τον αβαθή την αβαθή το αβαθές
     κλητική αβαθή(ς) αβαθής αβαθές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αβαθείς οι αβαθείς τα αβαθή
      γενική των αβαθών των αβαθών των αβαθών
    αιτιατική τους αβαθείς τις αβαθείς τα αβαθή
     κλητική αβαθείς αβαθείς αβαθή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αβαθής < ελληνιστική κοινή ἀβαθής < αρχαία ελληνική ἀ- (στερητικό) + βάθος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.vaˈθis/

  Επίθετο επεξεργασία

αβαθής, -ής, -ές

  1. που δεν έχει βάθος, ρηχός
    ο κόλπος αυτός είναι αβαθής, τα μεγάλα πλοία κινδυνεύουν να εξωκείλουν
  2. (μεταφορικά) επιφανειακός, επιπόλαιος
    είναι αβαθής, δεν μπορεί να μπει στην ουσία των πραγμάτων

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία