Δείτε επίσης: ἀββᾶς, αββάς, ἀββᾶ, ἀββα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αβάς οι αβάδες
      γενική του αβά των αβάδων
    αιτιατική τον αβά τους αβάδες
     κλητική αβά αβάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αβάς < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀββᾶς[1] (καλόγηρος) < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀββᾶ / ἀββα (πατέρας, ιερατικός τίτλος, άκλιτο αρσενικό που θεωρήθηκε κλητική) < αραμαϊκή אבא (abba, πατέρας) [2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈvas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐βάς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αβάς ή αββάς αρσενικό

  • (εκκλησιαστικός όρος) καθολικός ιερέας, πνευματικός πατέρας, ηγούμενος, ανώτερος μοναχός σε αβαείο
    ※  Το Καπιτουλάριο του 808 ρυθμίζει τα θέματα στρατολογίας στον αυτοκρατορικό στρατό και αναφέρει φεουδαρχικά υποτελείς επισκόπους και αβάδες (ηγούμενους) που διαθέτουν μεγάλα χαριστικά κτήματα (beneficia) (Ιστορικά, Τόμος 9, Ελευθεροτυπία, 2001, σελ. 45)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. αβάς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. «αββάς» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.