Δείτε επίσης: α, ΑΑ, Α

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Συντομομορφή επεξεργασία

α.α. συντομογραφία

  1. (αρσενικό, συντομογραφία) αύξων αριθμός → δείτε και τις γραφές α/α και ΑΑ
  2. (αρσενικό, συντομογραφία) αριθμός αντιτύπου (συνήθως σε έργα τέχνης, βιβλία, έγγραφα κ.λπ.)
  3. (συντομογραφία) αντ΄ αυτού (σε έγγραφα - σήματα όταν υπογράφεται έναντι άλλου)
  4. (συντομογραφία) άνευ αγώνος (σε αθλητικές διοργανώσεις)
  5. → δείτε και το αρκτικόλεξο ΑΑ