ίσαμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Πρόθεση επεξεργασία
ίσαμε
- Δηλώνει:
- (+ αιτιστική) τόπο
- περπατούσαν συζητώντας ίσαμε τη θάλασσα
- (+ επίρρημα) χρόνο, όριο
- θα περιμένω ίσαμε το βράδυ
- Ηταν θεόρατος, ίσαμε εκεί πάνω
- (+ αριθμητικό) ποσότητα, περίπου τόσο
- παίρνει ίσαμε 1.600 ευρώ σύνταξη
- Ηταν ίσαμε 50 χρονών (πάνω-κάτω, περίπου 50, μάλλον όχι παραπάνω)