ίρις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ίρις | οι | ίριδες |
γενική | της | ίριδος (ίριδας) |
των | ιρίδων (ίριδων) |
αιτιατική | την | ίριδα | τις | ίριδες |
κλητική | ίρι (ίρις) | ίριδες | ||
Κλίση από τα αρχαία ελληνικά. Οι τύποι γενικής '-ιδας, -'ιδων, στη δημοτική. Συγκρίνεται με το ίριδα. | ||||
Κατηγορία όπως «συνεργάτις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ίρις < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἶρις
Ουσιαστικό επεξεργασία
ίρις θηλυκό
- (αρχαιοπρεπές, λουλούδι, ανατομία) παρωχημένη μορφή του ίριδα
Πηγές επεξεργασία
- ίρις - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)