Δείτε επίσης: Ίρις, ἶρις, Ἶρις

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ίρις οι ίριδες
      γενική της ίριδος
(ίριδας)
των ιρίδων
(ίριδων)
    αιτιατική την ίριδα τις ίριδες
     κλητική ίρι (ίρις) ίριδες
Κλίση από τα αρχαία ελληνικά. Οι τύποι γενικής '-ιδας, -'ιδων, στη δημοτική.
Συγκρίνεται με το ίριδα.
Κατηγορία όπως «συνεργάτις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ίρις < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἶρις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ίρις θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία