ίο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ίο | τα | ία |
γενική | του | ίου | των | ίων |
αιτιατική | το | ίο | τα | ία |
κλητική | ίο | ία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ίο < αρχαία ελληνική ἴον
Ουσιαστικό επεξεργασία
ίο ουδέτερο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ιώδιο
Μεταφράσεις επεξεργασία
ίο
|