Δείτε επίσης: ἵνα, -ίνα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ίνα οι ίνες
      γενική της ίνας των ινών
    αιτιατική την ίνα τις ίνες
     κλητική ίνα ίνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

ίνα < αρχαία ελληνική ἴς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wiH-s ‎(δύναμη, ορμή) < *weyH (ορμώ)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ίνα θηλυκό

  1. η κλωστή
  2. οποιοδήποτε σώμα μοιάζει σαν κλωστή
    μυϊκές ίνες
  3. η συνθετική ίνα για βιομηχανική χρήση ή προϊόν νανοτεχνολογίας
    ίνες ενισχυμένου μπετού

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

ίνα < αρχαία ελληνική ἵνα

  Σύνδεσμος επεξεργασία

ίνα θηλυκό

  1. (λόγιο) για να