ήττα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ήττα | οι | ήττες |
γενική | της | ήττας | των | ηττών |
αιτιατική | την | ήττα | τις | ήττες |
κλητική | ήττα | ήττες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ήττα < αρχαία ελληνική ἧττα
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ήττα θηλυκό
- το να χάνεις από τον αντίπαλό σου σε έναν πόλεμο, αθλητική συνάντηση ή οποιονδήποτε αγώνα, το να αναδεικνύεται ο αντίπαλός σου νικητής
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ήττα
|