Δείτε επίσης: Ήβη, Ἥβη, ἥβη

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ήβη οι ήβες
      γενική της ήβης των (ηβών)
    αιτιατική την ήβη τις ήβες
     κλητική ήβη ήβες
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ήβη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἥβη[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈi.vi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ή‐βη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ήβη θηλυκό

  1. η εφηβεία
  2. το εφήβαιο, η ηβική χώρα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία