έφοδος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | έφοδος | οι | έφοδοι |
γενική | της | εφόδου | των | εφόδων |
αιτιατική | την | έφοδο | τις | εφόδους |
κλητική | έφοδε (έφοδο) |
έφοδοι | ||
Κατηγορία όπως «ήπειρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- έφοδος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔφοδος < (ἐπί) ἔφ- + ὁδός
Ουσιαστικό επεξεργασία
έφοδος θηλυκό
- η γρήγορη επίθεση