Δείτε επίσης: ἔφηβος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η έφηβος οι έφηβοι
      γενική του/της
του
εφήβου
έφηβου
των εφήβων
έφηβων
    αιτιατική τον/την έφηβο τους/τις
τους
εφήβους
έφηβους
     κλητική έφηβε έφηβοι
Ο δεύτερος τύπος της γενικής ενικού και αιτιατικής πληθυντικού, μόνο για το αρσενικό.
Για το θηλυκό, δείτε και το έφηβη.
Κατηγορία όπως «βιομήχανος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

έφηβος < αρχαία ελληνική ἔφηβος < ἐπι- + ἥβη

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈe.fi.vos/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

έφηβος αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό και έφηβη)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία