Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το έπιπλο τα έπιπλα
      γενική του επίπλου
έπιπλου
των επίπλων
    αιτιατική το έπιπλο τα έπιπλα
     κλητική έπιπλο έπιπλα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

έπιπλο < αρχαία ελληνική ἔπιπλον (συνήθως στον πληθυντικό: ἔπιπλα)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

έπιπλο ουδέτερο

  1. ονομασία χρηστικών αντικειμένων (συνήθως κινητών) που χρησιμοποιούνται κυρίως σε κλειστούς χώρους, σπίτια, γραφεία, καταστήματα
    Πρέπει να αγοράσουμε καινούρια έπιπλα για το σπίτι.
    Μερικά έπιπλα:
  2. (μεταφορικά, μειωτικό) για άτομο χωρίς ιδιαίτερα πνευματικά χαρίσματα, που συνοδεύει άλλο πρόσωπο
    Όπου πάμε, μας κουβαλάει κι αυτό το έπιπλο, την Τάδε.

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία