Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο έπαινος οι έπαινοι
      γενική του επαίνου
έπαινου
των επαίνων
    αιτιατική τον έπαινο τους επαίνους
έπαινους
     κλητική έπαινε έπαινοι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

έπαινος < αρχαία ελληνική ἔπαινος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈe.pe.nos/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

έπαινος αρσενικό

  1. η επιδοκιμασία, η έκφραση καλών λόγων
     αντώνυμα: ψόγος
  2. επίσημη τιμητική διάκριση για καλές πράξεις ή συμπεριφορά και συνήθως περιλαμβάνει αντίστοιχο έντυπο στο οποίο καταχωρείται ο λόγος απονομής

  Μεταφράσεις επεξεργασία