έξοχος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- έξοχος < αρχαία ελληνική ἔξοχος
Επίθετο επεξεργασία
έξοχος, -η, -ο
- πάρα πολύ καλός
- Ο καιρός ήταν έξοχος.
- Εκτός από ποιητής ήταν και ένας έξοχος θεατρικός συγγραφέας.
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- εξοχότατος
- έξοχα
- εξόχως
- → δείτε τη λέξη εξέχω