Δείτε επίσης: ἕλος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το έλος τα έλη
      γενική του έλους των ελών
    αιτιατική το έλος τα έλη
     κλητική έλος έλη
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
έλος στην Αγγλία

  Ετυμολογία επεξεργασία

έλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἕλος[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈe.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έ‐λος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

έλος ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία