Δείτε επίσης: ἔλλειμμα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το έλλειμμα τα ελλείμματα
      γενική του ελλείμματος των ελλειμμάτων
    αιτιατική το έλλειμμα τα ελλείμματα
     κλητική έλλειμμα ελλείμματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

έλλειμμα < αρχαία ελληνική ἔλλειμμα < ἐλλείπω < λείπω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈe.li.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έλ‐λειμ‐μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

έλλειμμα ουδέτερο

  1. χρηματικό ή άλλο ποσό που λείπει αναιτιολόγητα (από ταμείο, αποθήκη κ.λπ.)
  2. (κατ' επέκταση) αυτό που λείπει, η ανεπάρκεια, η έλλειψη
    έλλειμμα ανθρωπιάς
  3. στον προϋπολογισμό, το ποσό κατά το οποίο τα έσοδα είναι λιγότερα από τα έξοδα
  4. στο εμπορικό ισοζύγιο, το ποσό κατά το οποίο η αξία των εξαγωγών είναι μικρότερη από την αξία των εισαγωγών

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία