Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η έκτρωση οι εκτρώσεις
      γενική της έκτρωσης* των εκτρώσεων
    αιτιατική την έκτρωση τις εκτρώσεις
     κλητική έκτρωση εκτρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκτρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

έκτρωση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔκτρω(σις) + -ση < → δείτε τη λέξη τιτρώσκω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈek.tɾo.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έκ‐τρω‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

έκτρωση θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία