Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η έκπτωση οι εκπτώσεις
      γενική της έκπτωσης* των εκπτώσεων
    αιτιατική την έκπτωση τις εκπτώσεις
     κλητική έκπτωση εκπτώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκπτώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

έκπτωση < εκ + πτώση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

έκπτωση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία